εὐκρινεστέρα

εὐκρινεστέρα
εὐκρινεστέρᾱ , εὐκρινής
well-separated
fem nom/voc/acc comp dual
εὐκρινεστέρᾱ , εὐκρινής
well-separated
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐκρινεστέραν — εὐκρινεστέρᾱν , εὐκρινής well separated fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • επεξήγηση — η (AM ἐπεξήγησις) [επεξηγώ] 1. διασάφηση 2. ομοιόπτωτος προσδιορισμός (ή επεξηγηματική φράση) ο οποίος καθιστά σαφέστερη και ορίζει ευκρινέστερα μια έννοια που είναι ήδη αρκετά σαφής («ὁ κοινὸς ἰατρὸς θεραπεύσει σε, χρόνος») …   Dictionary of Greek

  • Βαν Άικ, Γιαν — (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ περ. 1390 – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής. Με αυτόν σημειώνεται η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Λίγες εξακριβωμένες… …   Dictionary of Greek

  • Βρούτος, Γεώργιος — (Αθήνα 1843 – 1908). Γλύπτης. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα με δάσκαλο τον Ιωάννη Κόσσο. Από το 1866 έως το 1873 μαθήτευσε στη Ρώμη, στη σχολή του Κανόβα. Το 1883 διαδέχτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών τον Λεωνίδα Δρόση και δίδαξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”